-
1 απόκρυφος
απόκρυφος, -η, -οтайный, сокровенный, апокрифический;ΦΡ.απόκρυφα βιβλία τα апокрифы – произведения раннехристианской литературы, не вошедшие в канон Священного Писания. Повествуют о священных лицах и событиях, большей частью от имени персонажей Священного Писания. Некоторые апокрифы, наряду с каноническими книгами, широко использовались в средневековой литературе и изобразительном искусстве (к апокрифическим источникам восходят изображения Рождества Богородицы, Введения Богородицы во храм, Сошествие во ад, Успения Богородицы и др.):απόκρυφα Ευαγγέλια — апокрифические Евангелия,
Этим.< απο- + κρυφός «тайный, скрытный» -
2 апокрифы
литер. τα απόκρυφα (βιβλία, ευαγγέλια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > апокрифы
-
3 отречённый
κ. отреченныйεπ. παλ. απαγορευμένος.εκφρ.-ые книги ή -ая литература – απαγορευμένα βιβλία από την εκκλησία, τα απόκρυφα, τα ακανόνιστα, τα ψευδεπίγραφα βιβλία.
См. также в других словарях:
Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Γελάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Όσιος. Ασκήτεψε στην έρημο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου. 2. Μάρτυς, ο από μίμων. Ήταν ηθοποιός, αλλά επειδή αρνήθηκε να διακωμωδήσει από σκηνής το βάπτισμα των χριστιανών, μαρτύρησε με… … Dictionary of Greek
Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων … Dictionary of Greek
Jewish apocrypha — This article on Jewish apocrypha includes a survey of books written in the Jewish religious tradition either in the late pre Christian era or in the early Christian era, but outside the Christian tradition. It does not include books in the… … Wikipedia
Μικρογένεσις — Μικρογένεσις, ἡ (Α) η μικρή Γένεσις, από τα απόκρυφα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γένεσις] … Dictionary of Greek
Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… … Dictionary of Greek
Ουριήλ — Αρχάγγελος κατά τους Εβραίους. Σύμφωνα με τις θρησκευτικές δοξασίες της, ο Ο. έχει δικαιοδοσία τόσο στους ανθρώπους, όσο και στον Άδη. Θεωρείται «άγγελος του φωτός» και χαρακτηρίζεται «κύριος της δόξης». Ο Ο. δίδαξε στον Ενώχ την πορεία των φώτων … Dictionary of Greek
Δευτεροκανονικά — Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που δεν περιλαμβάνονται στον εβραϊκό κανόνα, αλλά στην ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα και στη λατινική Βουλγάτα. Οι Διαμαρτυρόμενοι τα χαρακτηρίζουν Απόκρυφα. * * * τα τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης τα οποία δεν… … Dictionary of Greek
ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… … Dictionary of Greek
απόκρυφος — η, ο (AM ἀπόκρυφος, ον) Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός 2. ο άρρητος, ο εσωτερικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφα ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυστικό … Dictionary of Greek